Διάγνωση του Ναρκισσισμού: Ηθικά Διλήμματα, Όρια και Ευθύνες στη Σύγχρονη Κοινωνία
Γράφει η Κίρα Καρνέζη
Η διάγνωση ναρκισσισμού αποτελεί ένα από τα πιο σύνθετα και ηθικά φορτισμένα ζητήματα στη σύγχρονη ψυχολογία. Καθώς η κοινωνία μας γίνεται όλο και πιο ευαίσθητη στη διαχείριση των ψυχικών διαταραχών, είναι επιτακτική η ανάγκη να οριστούν σαφή ηθικά πλαίσια για τη διάγνωση ναρκισσισμού σε διαφορετικά περιβάλλοντα και ηλικιακές ομάδες.
Η Ηθική της Διάγνωσης στην Παιδική Ηλικία
Ένα από τα θεμελιώδη ηθικά διλήμματα στο πλαίσιο της διάγνωσης διαταραχών προσωπικότητας αφορά τη διάγνωση ναρκισσισμού και ψυχοπάθειας κατά την παιδική ηλικία. Οι διαταραχές προσωπικότητας, όπως η αντικοινωνική και η ναρκισσιστική διαταραχή, διαγιγνώσκονται τυπικά στην ενήλικη ζωή. Η πρακτική αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά βασίζεται σε ισχυρούς ηθικούς και επιστημονικούς λόγους.
Η ηθική σημασία αυτής της προσέγγισης γίνεται ακόμη πιο σαφής όταν λάβουμε υπόψη τη νευροεπιστημονική έρευνα. Ο εγκέφαλος – ιδιαίτερα οι περιοχές που σχετίζονται με τον αυτοέλεγχο και τη διαμόρφωση της προσωπικότητας – συνεχίζει να ωριμάζει έως περίπου την ηλικία των 25 ετών ή και αργότερα. Αυτό υποδηλώνει ότι η προσωπικότητα στους νεότερους ενήλικες χαρακτηρίζεται ακόμη από σχετική ρευστότητα και προσαρμοστικότητα, καθιστώντας τις πρώτες δεκαετίες της ζωής καθοριστικές για τη σταθεροποίηση βαθύτερων προσωπικών χαρακτηριστικών.
Η έγκαιρη παρέμβαση και ένα υποστηρικτικό περιβάλλον μπορούν να οδηγήσουν σε κοινωνικά αποδεκτές προσαρμογές, ακόμη και σε άτομα με γενετική προδιάθεση για παθολογικές συμπεριφορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του νευροεπιστήμονα James Fallon, ο οποίος ανακάλυψε τυχαία ότι ο δικός του εγκέφαλος εμφάνιζε χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά των ψυχοπαθών. Παρά τη γενετική προδιάθεση, το υποστηρικτικό περιβάλλον της παιδικής του ηλικίας συνέβαλε στην ανάπτυξη κοινωνικά αποδεκτών συμπεριφορών.
Ωστόσο, είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι αφού παγιωθεί η προσωπικότητα, το γεγονός ότι ο ναρκισσισμός θεωρείται διαταραχή ή στιλ προσωπικότητας με γενικευμένη και διαρκή επίδραση, σημαίνει ότι είναι σχεδόν αδύνατο να αλλάξει. Το ναρκισσιστικό στιλ προσωπικότητας συγκροτείται από έναν συνδυασμό γενετικής προδιάθεσης και επαναλαμβανόμενων επιλογών που, από μια ηλικία και μετά, έχουν δημιουργήσει ισχυρότατα νευρικά μονοπάτια στον εγκέφαλο. Αυτή η πραγματικότητα υπογραμμίζει την ηθική σημασία της πρόληψης έναντι της θεραπείας.
Η Ηθική και τα Δημόσια Πρόσωπα
Όταν πρόκειται για δημόσια πρόσωπα, η διάγνωση ναρκισσισμού λαμβάνει διαφορετικές ηθικές διαστάσεις. Τα δημόσια πρόσωπα και τα πρόσωπα με εξουσία επηρεάζουν το συλλογικό συμφέρον, γεγονός που καθιστά τη δημόσια συζήτηση γύρω από πιθανές εκδηλώσεις παθολογίας όχι μόνο θεμιτή, αλλά και ηθικά επιβεβλημένη.
Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος εκστρατείας δυσφήμισης, κάθε ισχυρισμός ναρκισσιστικής συμπεριφοράς (και όχι απαραίτητα διάγνωσης) θα πρέπει να βασίζεται σε παραδείγματα, αποδείξεις και αναφορά σε επιστημονικά πλαίσια. Οι επιστημονικοί σύλλογοι οφείλουν να τοποθετούνται με ακεραιότητα, έχοντας ως προτεραιότητα την προστασία του κοινού και όχι τη διαφύλαξη της φήμης τους ή των μελών τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ, όπου μια επαρκής δημόσια εκπαίδευση σχετικά με τα χαρακτηριστικά της ναρκισσιστικής συμπεριφοράς θα μπορούσε να είχε αποτρέψει την εκλογή του. Η απουσία ουσιαστικής δημόσιας εκπαίδευσης για την παθολογία, οδήγησε σε συλλογικές αποφάσεις με σοβαρές επιπτώσεις για την παγκόσμια κοινότητα. [Εκπαιδευτείτε για τον ναρκισσισμό ΕΔΩ]
Η διάγνωση ναρκισσισμού σε δημόσια πρόσωπα δεν αποσκοπεί στη στιγματοποίηση, αλλά στην προστασία της κοινωνίας. Όπως έχει αναφερθεί από ειδικούς στον τομέα, ο ναρκισσισμός αποτελεί εξήγηση και όχι δικαιολογία για τη συμπεριφορά του ατόμου. Τα άτομα με ναρκισσιστική διαταραχή έχουν πλήρη επίγνωση των πράξεών τους και διατηρούν την ικανότητα επιλογής των συμπεριφορών τους.
Ιδιώτες και η Προστασία των Θυμάτων
Στον αντίποδα των δημόσιων προσώπων, η ηθική προσέγγιση για ιδιώτες με υποψία ναρκισσιστικής διαταραχής εστιάζει στην προστασία όσων υποφέρουν από τις επιπτώσεις αυτών των σχέσεων. Στο ιδιωτικό πλαίσιο, η διάγνωση ναρκισσισμού δεν χρειάζεται να είναι ακριβής. Το σημαντικό είναι να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη παθολογικής σχέσης – είτε πρόκειται για ναρκισσισμό, ψυχοπάθεια ή άλλες εκφάνσεις της Σκοτεινής Τριάδας – ώστε να προστατευθούν όσοι υποφέρουν.
Τα συμπτώματα του δεσμού τραύματος και του άτυπου τραύματος που εμφανίζουν τα θύματα ναρκισσιστικής κακοποίησης, δημιουργούνται αποκλειστικά μέσα σε παθολογικές σχέσεις. Ο δεσμός τραύματος προκύπτει από την εναλλαγή μεταξύ κακοποίησης και ψεύτικης αγάπης, ενώ το άτυπο τραύμα αναπτύσσεται από την συνεχή έκθεση σε gaslighting, συναισθηματική χειραγώγηση και υποτίμηση. Τα συμπτώματα αυτά περιλαμβάνουν γνωστική ασυμφωνία, υπερ-επαγρύπνηση, απώλεια αυτοεκτίμησης και διάβρωση της ικανότητας λήψης αποφάσεων. [Περισσότερα για τον δεσμό τραύματος ΕΔΩ]
Η ύπαρξη αυτών των συμπτωμάτων πρέπει να είναι αρκετή για να οριοθετήσουμε τη παθολογική φύση της σχέσης, χωρίς να απαιτείται επίσημη κλινική διάγνωση. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όταν υποψιαζόμαστε ότι ένας ναρκισσιστής παρουσιάζεται ως θύμα – μια συνηθισμένη τακτική που ονομάζεται DARVO και αναφέρεται στην αλληλουχία: Αρνείται, Επιτίθεται, Αντιστρέφει Θύμα και Θύτη (Deny, Attack, Reverse Victim and Offender).
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εστίαση στα συμπτώματα του άτυπου τραύματος και του δεσμού τραύματος γίνεται ακόμη πιο κρίσιμη, καθώς τα θύματα εμφανίζουν συγκεκριμένα νευρογνωσιακά συμπτώματα που οι άνθρωποι χωρίς τα χαρακτηριστικά τους δεν μπορούν να προσποιηθούν με επιτυχία.
Η ηθική αυτή προσέγγιση αποσκοπεί στο να μην ακυρώνουμε ή να ελαχιστοποιούμε την εμπειρία του θύματος από φόβο ότι θα αδικήσουμε τον κακοποιητή. Η κοινωνία οφείλει να αναγνωρίσει τον κίνδυνο που ενέχουν οι παθολογικές σχέσεις και να αναπτύξει τρόπους αντιμετώπισης του ατομικού και συλλογικού τραύματος.
Δικαστική Χρήση της Διάγνωσης
Στο δικαστικό πλαίσιο, η διάγνωση ναρκισσισμού ή παθολογικής σχέσης, αποκτά ιδιαίτερη ηθική σημασία. Δεν πρόκειται για εργαλείο που αποσκοπεί απαραίτητα στην αλλαγή της αντιμετώπισης του θύτη, αλλά στην προστασία του θύματος. Οι διαγνώσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται πρωτίστως για την προστασία των θυμάτων – ως λόγος για ασφαλιστικά μέτρα ή αλλαγές στη νομική διαδικασία.
Η κακοποίηση από ναρκισσιστές μπορεί να έχει μακροχρόνιες ψυχολογικές και συναισθηματικές επιπτώσεις στα θύματα, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά την εκτίμηση της βαρύτητας των πράξεων στο δικαστικό πλαίσιο. Η διάγνωση ναρκισσισμού οφείλει να λειτουργεί ως εργαλείο κατανόησης και αντιμετώπισης της συμπεριφοράς, και όχι ως ελαφρυντικό στοιχείο.
Εργασιακό Περιβάλλον και Επαγγελματική Ηθική
Στο εργασιακό περιβάλλον, η ηθική διάγνωση του ναρκισσισμού παρουσιάζει μοναδικές προκλήσεις. Από κοινωνιολογική άποψη, το καπιταλιστικό εργασιακό περιβάλλον ορίζει τους εργαζόμενους με βάση τους ρόλους και τις ευθύνες τους. Ως εκ τούτου είναι πιο κατάλληλο, αρχικά, να επικεντρωθούμε στην κριτική συγκεκριμένων προβληματικών συμπεριφορών χαρακτηρίζοντας τες ως “αντιεπαγγελματικές”, παρά να αναλύουμε ολόκληρη την προσωπικότητα ενός ατόμου.
Η χρήση κλινικών όρων στο εργασιακό περιβάλλον θολώνει τα όρια μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής. Αντί για όρους όπως “ναρκισσιστής” ή “ψυχοπαθής”, είναι κατά κανόνα προτιμότερο να αναφερόμαστε σε “τοξικούς” συναδέλφους, εστιάζοντας σε ηθικά πλαίσια που αφορούν επαγγελματική ή μη επαγγελματική συμπεριφορά. Υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στο να είναι κάποιος «δύσκολος» λόγω έλλειψης δεξιοτήτων και στο να είναι «τοξικός» επειδή επιδιώκει εξουσία μέσω καταπίεσης, όπως με το bullying. Ο αντίκτυπος στους συναδέλφους είναι εντελώς διαφορετικός. Με αυτόν τον τρόπο, οι εταιρείες μπορούν να αναγνωρίζουν τις παθολογικές συμπεριφορές σε ένα επαγγελματικό πλαίσιο.
Ωστόσο, όσο μεγαλύτερη είναι η δημόσια έκθεση και η εξουσία των εργαζομένων, τόσο περισσότερο δικαιούνται οι συνάδελφοι και η κοινωνία να απαιτούν αξιολόγηση και λογοδοσία στο πλαίσιο της συζήτησης για παθολογικές συμπεριφορές και σχέσεις, εφόσον αυτή βασίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία.
Εξίσου σημαντικό είναι, μέσω της δημόσιας εκπαίδευσης για την παθολογία, να παραμένουμε ενήμεροι για τις θέσεις και τα επαγγέλματα όπου τα ποσοστά παθολογίας είναι αυξημένα. Περισσότερα για το τοξικό εργασιακό περιβάλλον ΕΔΩ
Με αυτή τη λογική, δεν θα πρέπει να ενθαρρύνουμε τους εργαζόμενους να φέρνουν όλον τον εαυτό τους στη δουλειά αν δεν έχουμε κλινικούς ψυχολόγους και ψυχιάτρους στην εταιρεία με ειδικότητα στις παθολογικές σχέσεις. Η προσέγγιση αυτή σπάνια συνοδεύεται από την απαραίτητη προετοιμασία και συχνά αγνοεί τις προκλήσεις που δημιουργούν οι διαταραχές προσωπικότητας στον χώρο εργασίας. Επιπλέον, μπορεί να βλάψει εργαζόμενους με υπερ-χαρακτηριστικά όπως υψηλή ευσυνειδησία και προσήνεια, οι οποίοι γίνονται εύκολοι στόχοι για εκμετάλλευση και συχνά καταλήγουν σε εξάντληση (burnout). Οι εργαζόμενοι πρέπει να λειτουργούν εντός σαφών επαγγελματικών πλαισίων.
Δημόσια Συζήτηση και Ηθικοί Κανόνες
Στη δημόσια συζήτηση για τον ναρκισσισμό και τους τοξικούς ανθρώπους, ανεξάρτητα από την ορολογία που χρησιμοποιούμε, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αναγνωρίσουμε την κακοποίηση και το τραύμα και να ενδυναμώσουμε όσους έχουν συνέπειες από τις παθολογικές σχέσεις. Οι δημιουργοί περιεχομένου που ασχολούνται με το θέμα του ναρκισσισμού θα πρέπει να ακολουθούν ηθικούς κανόνες που περιλαμβάνουν:
- Κατανόηση του κοινού και αναγνώριση ότι απευθύνονται σε άτομα που φέρουν συγκεκριμένο τραύμα.
- Εστίαση στην ενημέρωση, παρέχοντας πληροφορίες για τη νευρολογική βάση της διαταραχής και βοηθώντας στην αναγνώριση των συμπτωμάτων του τραύματος από παθολογική σχέση με ναρκισσιστή.
- Αποφυγή επανατραυματισμού, αποφεύγοντας απλοϊκές λίστες κακοποιητικών συμπεριφορών ή εντυπωσιοθηρικές εικόνες χωρίς περαιτέρω εξήγηση και πλαίσιο.
Η Ηθική Ενδυνάμωση των Θυμάτων
Η πλειοψηφία του κοινού που καταναλώνει περιεχόμενο για τον ναρκισσισμό έχει υποστεί κακοποίηση από ναρκισσιστές, κάτι που απαιτεί διαφορετική προσέγγιση από την ενδοοικογενειακή βία, την κακοποίηση λόγω ουσιών ή το τραύμα λόγω ενός περιστατικού ή ατυχήματος.
Τα άτομα που έχουν υποστεί ναρκισσιστική κακοποίηση πάντα βιώνουν γνωστική ασυμφωνία(cognitive dissonance), ενώ κατά περίπτωση μπορεί να υπάρχει και συνεξάρτηση(codependency).
Η γνωστική ασυμφωνία είναι μια νευρογνωσιακή πάθηση που προκύπτει όταν το άτομο κρατά ταυτόχρονα αντικρουόμενες πεποιθήσεις για τον κακοποιητή (π.χ. “με αγαπάει” και “με βλάπτει”), δημιουργώντας εσωτερική σύγχυση και άγχος. Αντίθετα, η συνεξάρτηση αναφέρεται στην ψυχολογική εξάρτηση από έναν άλλο άνθρωπο με προβλήματα (όπως εξαρτήσεις), όπου το άτομο επικεντρώνεται στη “διάσωση” του άλλου παραμελώντας τον εαυτό του.
Η γνωστική ασυμφωνία αντιμετωπίζεται με εκπαίδευση στην παθολογία και στοχευμένες τεχνικές αλλαγής συμπεριφορών και αντιλήψεων, ενώ η συνεξάρτηση θεραπεύεται με παραδοσιακές προσεγγίσεις που αναπτύσσουν την αυτονομία και την αυτοεκτίμηση. Η θεραπεία εστιασμένη στο τραύμα θα βοηθήσει στην ανάρρωση από τις επιπτώσεις των παθολογικών σχέσεων.
Η διάγνωση ναρκισσισμού στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης πρέπει να συνοδεύεται από την παροχή λύσεων, προσφέροντας προτάσεις για ανάρρωση και τρόπους θεραπείας, δίνοντας ελπίδα στους επιζώντες. Κάθε φορά που αναφέρεται ένα πρόβλημα, πρέπει να παρουσιάζεται και η λύση του.
Συμπεράσματα για μια Ηθική Προσέγγιση στη διάγνωση ναρκισσισμού
Η διάγνωση του ναρκισσισμού με ηθικό τρόπο απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο, την ηλικία, και τον σκοπό της διάγνωσης. Από την προστασία των παιδιών από πρόωρες ετικέτες μέχρι την προστασία της κοινωνίας από δημόσια πρόσωπα με παθολογικές τάσεις, και από την υποστήριξη των θυμάτων στις ιδιωτικές σχέσεις μέχρι τη δημιουργία υγιέστερων εργασιακών περιβαλλόντων.
Η κοινωνία πρέπει να αναγνωρίσει τον κίνδυνο που ενέχουν οι παθολογικές σχέσεις και να δημιουργήσει τρόπους αντιμετώπισης του ατομικού και συλλογικού τραύματος.
Μέσω της ηθικής εφαρμογής για τη διάγνωση ναρκισσισμού, μπορούμε να οικοδομήσουμε μια κοινωνία που προστατεύει τα ευάλωτα μέλη της ενώ προάγει την ψυχική υγεία και την ηθική ευθύνη.
Είναι μέσω αυτής της ισορροπημένης προσέγγισης που μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα μέλλον όπου η ανάληψη ευθύνης, η αυτογνωσία και η ηθική δράση θα αποτελούν τον κανόνα στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
Για περισσότερες πληροφορίες
Αν θέλετε να κατανοήσετε σε βάθος τη συμπεριφορά των τοξικών ανθρώπων, να μάθετε πώς να τους αντιμετωπίζετε ή να ανακάμψετε από την επαφή μαζί τους, το νέο βιβλίο της Κίρας Καρνέζη, Αποχαιρετώντας τους τοξικούς ανθρώπους, μπορεί να σας καθοδηγήσει.
Μέσα από μια συνδυαστική και προσιτή προσέγγιση ψυχολογικής ανάλυσης και πρακτικών στρατηγικών, προσφέρει εργαλεία για αυτοπροστασία, αποκατάσταση και ενδυνάμωση. ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΕΔΩ
Η Κίρα Καρνέζη είναι νομικός και ψυχολόγος με εξειδίκευση στη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού και την ανάλυση επιχειρήσεων. Συνδυάζοντας ακαδημαϊκή κατάρτιση και επαγγελματική εμπειρία στην Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο, προσεγγίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις με διεπιστημονική ματιά. Η προσωπική της πορεία σε θέματα τοξικών σχέσεων ενισχύει το έργο της, προσφέροντας πρακτική και συναισθηματική καθοδήγηση. Ζει στην Αγγλία με την οικογένειά της.